- επισφραγιστής
- ἐπισφραγιστής, ὁ (Α)[επισφραγίζω]αυτός που βάζει τη σφραγίδα («καὶ χρησμοφύλακας καὶ ὑπογραφέας καὶ ἐπισφραγιστάς», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισφραγιστάς — ἐπισφρᾱγιστά̱ς , ἐπισφραγιστής one who seals masc acc pl ἐπισφρᾱγιστά̱ς , ἐπισφραγιστής one who seals masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισφραγιστικός — ή, ό (Μ ἐπισφραγιστικός, ή, όν) [επισφραγιστής] νεοελλ. αυτός που γίνεται για επισφράγιση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός μσν. αυτός που σφραγίζει, ο αρμόδιος για την επισφράγιση. επίρρ... επισφραγιστικώς και ά με τρόπο που επιβεβαιώνει, που… … Dictionary of Greek